λεξικό συστατικών
Ακολουθούν με αλφαβητική σειρά οι διάφορες επιδράσεις που προκαλούν τα συστατικά μας - από τα αρώματα έως τα συντηρητικά και τους γαλακτωματοποιητές έως τους διαλύτες. Χρησιμοποιήστε τα γράμματα για εύκολη πλοήγηση σε κάθε ενότητα.
Παραθέτουμε ακολούθως με αλφαβητική σειρά τις διάφορες επιδράσεις που προκαλούν τα συστατικά μας - από αρώματα έως συντηρητικά, από γαλακτωματοποιητές έως διαλύτες.
Χρησιμοποιήστε τους συνδέσμους με γράμματα για εύκολη πλοήγηση σε κάθε ενότητα.
Α
- Αδιαφανοποιητής
- Κάνει το προϊόν να φαίνεται πιο έντονο ή σατινέ
- Αλκαλική ουσία
- Αυξάνει την αλκαλικότητα του προϊόντος και βοηθά στο καθάρισμα της βρωμιάς.
- Αντιαφριστικό
- Αποτρέπει τη δημουργία υπερβολικού αφρού ή φυσαλίδων όταν χρησιμοποιείται ένα προϊόν
- Αντιμικροβιακή ουσία
- Βοηθάει στη μείωση της ποσότητας των βακτηρίων σε μια επιφάνεια ή σώμα (σημείο)
- Αντιοξειδωτικό
- Βοηθάει στην πρόληψη αντιδράσεων, που προέρχονται από την ένωση του προϊόντος με το οξυγόνο και μπορούν να προκαλέσουν αλλοίωσή του.
- Αντιστατικό
- Βοηθάει τα μαλλιά, το δέρμα, τα ρούχα σας, τα σκεύη της κουζίνας ή τις σκληρές επιφάνειες μειώνοντας τη στατική φόρτιση
- Αντισυσσωματική ουσία
- Βοηθάει στην αποφυγή δημιουργίας σβώλων στο προϊόν.
- Απορροφητικό
- Βοηθάει στην απορρόφηση υγρών όπως νερό ή λάδι
- Αποσκληρυντικό
- Μειώνει τη σκληρότητα του νερού, καθιστά τα προϊόντα καθαρισμού πιο αποτελεσματικά
Ά
- Άρωμα
- Αναδύει μια ξεχωριστή, ευχάριστη μυρωδιά
Γ
- Γαλακτωματοποιητής
- Βοηθάει δύο ή περισσότερα υγρά, τα οποία συνήθως δεν συνδυάζονται, να σχηματίσουν ένα μόνο διάλυμα. Συχνά αναφέρεται ως «γαλάκτωμα»
Δ
- Διαλύτης
- Διαλύει ουσίες ή συστατικά
- Διαλυτοποιητής
- Βοηθάει κάποιο συστατικό στο προϊόν να διαλυθεί καλύτερα
- Διογκωτικό μέσο
- Αραιωτικό. Αραιώνει στερεά ή υγρά ώστε να επιτύχει ακριβέστερη δοσολογία
- Δομικός παράγοντας
- Δίνει μορφή ή σχήμα στο προϊόν
Έ
- Ένζυμο
- Ενισχύει τις καθαριστικές ιδιότητες ενός προϊόντος ώστε να απομακρυνθούν συγκεκριμένοι λεκέδες σε χαμηλότερες θερμοκρασίες π.χ. λίπη, αυγό, αίμα.
Ε
- Ενισχυτικό μαλακτικού
- Μετατρέπει έναν μαλακτικό παράγοντα πιο αποτελεσματικό και διαρκεί περισσότερο
- Επιφανειοδραστική ουσία
- Ένα συστατικό, το οποίο συμβάλλει στον καθαρισμό ή την απομάκρυνση βρωμιάς και λαδιού και επίσης μπορεί να δημιουργεί αφρό όταν χρησιμοποιείται με νερό
Κ
- Καταλύτης λεύκανσης
- Ενισχύει την απόδοση του λευκαντικού, για να το κάνει πιο αποτελεσματικό σε χαμηλές θερμοκρασίες
Λ
- Λαμπρύνουσα ουσία
- Προσφέρει επιπλέον καθαρότητα στην επιφάνεια στην οποία εφαρμόζεται το προϊόν.
- Λειοτριπτικό
- Αφαιρεί τη βρωμιά διατηρώντας τις επιφάνειες καθαρές ή γυαλισμένες με τρίψιμο/βούρτσισμα
Μ
- Μαλακτική ουσία για το δέρμα
- Σας βοηθάει να νιώθετε το δέρμα σας απαλό, λείο και ελαστικό.
- Μαλακτική ουσία υφασμάτων
- Μαλακώνει και βελτιώνει την αίσθηση ενός υφάσματος
Ο
- Οξειδωτικό
- Στα ρούχα και στα προϊόντα οικιακής φροντίδας οι λεκέδες αφαιρούνται με οξείδωση (λεύκανση).
- Ουσία αντι-εναπόθεσης
- Βοηθά στο να μην επανεμφανιστεί βρωμιά που αφαιρέθηκε σε υλικό μέσα από το νερό πλύσης
- Ουσία σχηματισμού μεμβρανών
- Βοηθάει στην ομαλή, σταθερή κάλυψη όταν εφαρμόζεται.
Π
- Παράγοντας εναιώρησης
- Βοηθάει τα στερεά να διαχωρίζονται και να διασκορπίζονται ομοιόμορφα μέσα σε ένα προϊόν
- Παρεμποδιστής διάβρωσης
- Προστατεύει τη συσκευασία από τη διάβρωση
- Παρεμποδιστής μεταφοράς χρώματος
- Εμποδίζει το χρώμα που βγαίνει από τα ρούχα σε νερό πλύσης, να χρωματίσει άλλα ρούχα που βρίσκονται στην ίδια πλύση
- Πρόδρομος λεύκανσης
- Μετατρέπεται σε λευκαντική ουσία κατά το πλύσιμο
- Πρόσθετο
- Προστέθηκε για τη βελτίωση μιας ή περισσοτέρων σημαντικών ιδιοτήτων του προϊόντος
- Προωθητικό
- Συμπιεσμένο αέριο που βοηθά στην εξώθηση του προϊόντος από ένα δοχείο
Ρ
- Ρυθμιστής pH
- Ελέγχει την ισορροπία οξύτητας / αλκαλικότητας των προϊόντων
- Ρυθμιστής ιξώδους
- Ελέγχει την πυκνότητα ή το πάχος ενός προϊόντος
- Ρυθμιστική ουσία
- Διατηρεί τη σωστή ισορροπία οξύτητας / αλκαλικότητας ενός προϊόντος
Σ
- Σταθεροποιητής
- Βοηθά στη διατήρηση της σταθερότητας της σύνθεσης, της εμφάνισης και της υφής ενός προϊόντος
- Σταθεροποιητής γαλακτώματος
- Αποτρέπει το διαχωρισμό ενός μείγματος και συμβάλλει στην αύξηση της διάρκειας ζωής του προϊόντος
- Σταθεροποιητής ενζύμου
- Κάνει ένα ένζυμο να διαρκεί περισσότερο σε υγρό απορρυπαντικό
- Συμπλοκοποιητής
- Εμποδίζει τις ακαθαρσίες του νερού να επιφέρουν δυσμενείς επιπτώσεις στην απόδοση, την εμφάνιση ή τη σταθερότητα του προϊόντος.
- Συνδετική ουσία
- Βοηθάει τα υλικά να συνδεθούν ή να αλληλεπιδράσουν μεταξύ τους
- Συντηρητικό
- Παρατείνει τη διάρκεια ζωής του προϊόντος, ακόμη και αφού ανοιχτεί, προστατεύοντάς το από βακτήρια, μύκητες και μούχλα
Υ
- Υγραντικό
- Βοηθά στην ενυδάτωση σε μαλλιά ή στην εξωτερική επιφάνεια του δέρματος, συγκρατεί την υγρασία
- Υδρότροπο
- Επιτρέπει την ομοιόμορφη κατανομή των παραγόντων καθαρισμού εντός του προϊόντος.
- Υποπροϊόν της παραγωγικής διαδικασίας
- Δευτερεύον συστατικό που δημιουργείται κατά την παρασκευή του προϊόντος
Φ
- Φυτικές ουσίες
- Συστατικά από βότανα, ρίζες, λουλούδια, φρούτα, άνθη ή σπόρους
Χ
- Χρωστική ουσία
- Χρωματίζει το προϊόν, τα μαλλιά ή το δέρμα σας